ἀπεικονιζόμενα

ἀπεικονιζόμενα
ἀπεικονίζω
represent in a statue
pres part mp neut nom/voc/acc pl
ἀπεικονίζω
represent in a statue
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μαρτίνι, Αρτούρο — (Arturo Martini, Τρεβίζο 1889 – Μιλάνο 1947). Ιταλός γλύπτης. Σπούδασε στο Τρεβίζο με τον γλύπτη Καρλίνι, στη Βενετία με τον Ουρμπάνο Νόνο και στο Μόναχο στη σχολή του Χίλντεμπραντ (1909). Το 1911 ταξίδεψε στο Παρίσι μαζί με τον φίλο του ζωγράφο… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρενσον, Μπέρναρντ — (Bernard Berenson, Βίλνα, Λιθουανία 1865 – Φλωρεντία 1959). Ιταλός ιστορικός της τέχνης, λιθουανικής καταγωγής. Μετά τις κλασικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των Ηνωμένων Πολιτειών και διάφορα ταξίδια στην Ευρώπη, εγκαταστάθηκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”